Menu
A+ A A-

Ο νεοσυντηρητικός μετασχηματισμός του ελληνικού καπιταλισμού εν μέσω παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Η στρατηγική του μνημονίου.

[ Εισηγητικό κείμενο στην ημερίδα του Ομίλου, την Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013 στο Ακροατήριο/Auditorium ]

[ Εικ.: Από την παράσταση Insenso, σκην. Μιχαήλ Μαρμαρινού, Φεστιβάλ Αθηνών, 2012 ]

 

Ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται αντιμέτωπος με τη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας του καθώς για πρώτη φορά βρίσκεται στο επίκεντρο μιας παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού.  Απέναντι σε αυτή την κρίση απαντά με μια προσπάθεια μετασχηματισμού του από έναν κρατικοδίαιτο καπιταλισμό σε ένα ιδιωτικοκεντρικό σύστημα μέσω της στρατηγικής του μνημονίου και μάλιστα εν μέσω παγκόσμιας κρίσης. Η εισήγηση αρχίζει με μια σύντομη περιγραφή του πλαισίου της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης εντός της οποίας και εξαιτίας της οποίας ο ελληνικός καπιταλισμός βιώνει τη δική του κρίση. Στη συνέχεια θα αναλύσουμε το γενικότερο θεωρητικό και πολιτικό υπόβαθρο της στρατηγικής του μνημονίου καθώς αυτή εντάσσεται στο γενικότερο νεοφιλελεύθερο πρότυπο διαρθρωτικής προσαρμογής που εφαρμόζεται ανα τον κόσμο. Στην συνέχεια θα αναλύσουμε τα ειδικότερα χαρακτηριστικά της ελληνικής μνημονιακής στρατηγικής και τις ιδιομορφίες της σε σχέση με το γεννικότερο θεωρητικό και πολιτικό υπόβαθρο των νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων και τέλος τις αιτίες για τις οποίες εκτιμούμε ότι τείνει να αποτύχει.

Από το 2009, η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία βρίσκεται στη δίνη μιας παγκόσμιας κρίσης. Η κρίση αυτή όπως είναι γνωστό, ξεκίνησε το 2007 στις ΗΠΑ ως κρίση των λεγόμενων δανείων χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης. Τόσο η σημερινή κρίση της ελληνικής οικονομίας όσο και η κρίση της ευρωζώνης αποτελούν συνέχεια και συνέπεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-9, όταν αυτή μετατράπηκε σε δημοσιονομική. Περαιτέρω, η ίδια αυτή χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-9 αποτελεί με τη σειρά της τη συνέχεια και κορύφωση μιας ολόκληρης σειράς χρηματοπιστωτικών κρίσεων, που από την κρίση του αμερικανικού χρηματιστηρίου το 1987 και μετά, εκδηλώθηκαν με ασυνήθιστη συχνότητα (κρίση του μεξικανικού πέσο, ασιατική κρίση, κρίση του ρωσικού ρουβλίου, κρίσης της Αργεντινής, κρίση της Τουρκικής λίρας). Όλες δε οι παραπάνω κρίσεις με τη σειρά τους έχουν τη βαθύτερη ρίζα τους στην παγκόσμια οικονομική κρίση του 1973 και τα προβλήματα κερδοφορίας που αυτή έφερε στο σύγχρονο καπιταλισμό όπως ήδη αναφέρθηκε και στην αρχική εισήγηση της σημερινής ημερίδας. Με άλλα λόγια, η βαθύτερη αιτία και των σημερινών κρίσεων βρίσκεται στο γεγονός ότι από το 1973 και μετά, η κερδοφορία του κεφαλαίου αν και κατά καιρούς ενισχύθηκε, ποτέ δεν κατάφερε να αγγίξει τα προ του 1973 επίπεδα της. Ο σαρωτικός μετασχηματισμός του καπιταλισμού τις τελευταίες δεκαετίες φαίνεται πλέον ξεκάθαρα ότι γεννιέται, διαπερνάται αλλά και κλονίζεται από ένα κύκλο μιάς ανώτερης ιστορικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος παρόλο μάλιστα το βάθος της διαδικασίας του καπιταλιστικού μετασχηματισμού που έχει  συντελεστεί και συνεχίζει να συντελείται.

Οι ευρωπαϊκοί αλλά πολύ περισσότερο ο ελληνικός καπιταλισμός ήταν λογικό και επόμενο να μην μείνουν αλώβητοι από τις παραπάνω εξελίξεις.

  

  1. Το θεωρητικό και πολιτικό υπόβαθρο της στρατηγικής του μνημονίου: Η νεοφιλελεύθερη προσέγγιση της λεγόμενης εξωστρεφούς ανάπτυξης.

 

Το θεωρητικό και πολιτικό υπόβαθρο της στρατηγικής του μνημονίου έχει τις ρίζες του αρκετές δεκαετίες πίσω στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Εκείνη την περίοδο δημιουργήθηκε η λεγόμενη κρίση χρεών των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών, ως αποτέλεσμα και αυτό της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 1973. Η υποχώρηση της κερδοφορίας των ιμπεριαλιστικών χωρών του καπιταλιστικού κέντρου και η συνακόλουθη υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας και είχε συνέπειες που οδήγησαν σε σοβαρά ελλείματα στο ισοζύγιο πληρωμών ιδιαίτερα των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών. Ταυτόχρονα, η αναθεώρηση της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ προκειμένου να τιθασευτεί ο πληθωρισμός με την εφαρμογή των νομισματικών δογμάτων του μονεταρισμού, επιβάρυνε όσους δανείζονταν σε δολάρια, ξαφνικά, με την καταβολή τεράστιων τόκων επί των δανείων τους, τους οποίους δεν ήταν σε θέση να καταβάλουν λόγω της παγκόσμιας κάμψης και της απώλειας εισοδήματος από τις εξαγωγές τους. Η εκδήλωση του προβλήματος με τη μορφή κρίσης χρέους ξεκίνησε με την Μεξικανική κρίση του 1982 και εξαπλώθηκε με γρήγορους ρυθμούς σε ολόκληρο των αναπτυσσόμενο κόσμο, ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική και σχε πολλές αφρικανικές και ανατολικο-ευρωπαικές χώρες. Αυτή ήταν η αφορμή σε συνδυασμό και με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που οδήγησε στην άνοδο των δογμάτων και στην εφαρμογή των πολιτικών του νεοφιφλευθερισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Στην επιβολή του νεοφιλελευθερισμού που πολλές κυρίως αναπτυσσόμενες χώρες έχουν ανοικτά καταγγείλει ως νέο ιμπεριαλισμό, ιδαίτερο ρόλο έπαιξαν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα καθώς έθεσαν ως προαπαιτούμενο για τις αδύναμες οικονομίες που προσέτρεξαν στην «βοήθειά» τους την υιοθέτηση της νεοφιλελεύθερης ατζέντας.

Σύμφωνα με την άποψη των νεοφιλελεύθερων θεωρητικών το πρόβλημα χρέους σε πολλές χώρες στην πραγματικότητα ήταν πρόβλημα φερεγγυότητας- δεν μπορούσαν να καταβάλουν τους τόκους των χρεών τους χωρίς να προβούν σε μεγάλες οικονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και πολύ λιγότερο πρόβλημα ρευστότητας που θα μπορούσε να επιλυθεί με τη χορήγηση βραχυπρόθεσμων δανείων και την προσαρμογή της πολιτικής τους.

Πριν από την κρίση του 2007-2009, το δόγμα της νεοφιλελεύθερης διαρθρωτικής προσαρμογής βασιζόταν σε αυτό που ο JohnWilliamson ονόμασε η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον». Ο συγκεκριμένος όρος αναφέρεται στην αντίληψη του Williamson σχετικά με την ευρεία συμφωνία μεταξύ των αξιωματούχων και νεοφιλελεύθερων διανοουμένων τόσο στις βιομηχανικές οικονομίες όσο και στους διεθνείς θεσμούς ως προς τη σπουδαιότητα του νεοφιλελεύθερου προγράμματος για την οικονομική ανάπτυξη και την έμφαση τους στις ελεύθερες αγορές, στη φιλελευθεροποίηση του εμπορίου και σε έναν πολύ περιορισμένο ρόλο του κράτους στην οικονομία. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι αυτά επιχειρήματα έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στην προώθηση της σημερινής ατζέντας για διεθνή οικονομική ολοκλήρωση. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, καθώς οι αντιλήψεις αυτές ευθυγραμμίζονται με τα οικονομικά συμφέροντα των πιο επιθετικών μερίδων του διεθνούς και διεθνοποιημένου κεφαλαίου, όπως αυτά γίνονται αντιληπτά στους κύκλους των πολυεθνικών επιχειρήσεων για τη δημιουργία μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής δομής εντός της οποίας θα μπορούν να εξυπηρετούν καλύτερα τα συμφέροντά τους  έγιναν ενθουσιωδώς αποδεκτές. Έτσι δημιουργήθηκε μια συμμαχία μεταξύ επιχειρήσεων και ελίτ για την προώθηση της νεοφιλελεύθερης εταιρικής παγκοσμιοποίησης του καιρού μας με βασικά εργαλεία την επέκταση της τότε GATT οδηγώντας το 1996 στην δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ-WTO).

Η πεποίθηση ότι ο ρόλος του κράτους στην οικονομία θα πρέπει να περιοριστεί δραστικά και ότι η οικονομία θα πρέπει να ανοίξει στον έξω κόσμο είναι ζωτικό στοιχεία αυτής της προσέγγισης, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να απορρυθμίσουν και να ιδιωτικοποιήσουν την οικονομία, καθώς και να μετατοπιστούν, εκεί που αυτή υπάρχει, από μια στρατηγική υποκατάστασης των εισαγωγών σε μια προσανατολισμένη στις εξαγωγές στρατηγική ανάπτυξης. Ένα άλλο στοιχείο της νεοφιλελεύθερης αντίληψης είναι ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ακολουθούν συνετές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές και ότι θα πρέπει απαραίτητα να διατηρούν ισοσκελισμένους προυπολογισμούς προκειμένου να εξαλείψουν τον ανεξέλγκτο πληθωρισμό. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι η οικονομία να «ορίζει σωστά τις τιμές» και να μην επιτρέπει στις κυβερνητικές πολιτικές να τις στρεβλώνουν. Υποστηρίζεται ότι μετά την πραγματοποίηση αυτών των μεταρρυθμίσεων είναι πιθανό να προκύψουν ιδιωτικές πρωτοβουλίες που να επιτύχουν επιθυμητά κοινωνικά αποτελέσματα. Τέλος οι νεοφιλελεύθεροι δεν παραλείπουν να τονίσουν ότι για να γίνουν τα παραπάνω εφικτά, τα κράτη παροτρύνονται να παραδεχτούν ότι η οικονομική ανάπτυξη χρήζει ενός «αποτελεσματικού» κράτους, δηλαδή μιας κυβέρνησης την οποία διοικούν «αδιάφθοροι» οικονομικοί τεχνοκράτες. 

 

  1. Η Ελληνική Μνημονιακή Στρατηγική

 

Η Ελληνική Μνημονιακή Στρατηγική εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο των νεοφιλελεύθρων προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής που περιγράψαμε παραπάνω, έχοντας όμως ταυτόχρονα και σημαντικές ιδιομορφίες, τέτοιες που μπορούμε να πούμε ότι το ελληνικό πρόγραμμα είναι το πρώτο ενός νέου τύπου νεοφιλελεύθερου προγράμματος προσαρμογής.

Το πρόγραμμα του ελληνικού μνημονίου αποτελεί παραπέρα εξέλιξη του βασικού νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαρθρωτικής προσαρμογής καθώς αυτό μεταβάλλεται στην προσπάθεια που κάνουν οι φορείς εφαρμογής του (ΔΝΤ-Παγκόσμια Τράπεζα τώρα πια και ΕΕ) να ανταποκρίνεται τόσο στις ανάγκες του κεφαλαίου σε ένα υπο συνεχή αναδιαμόρφωση διεθνές οικονομικό περιβιβάλλον, όσο και στις τοπικές ιδιομορφίες.

Η τελευταία εξέλιξη του μοντέλου αυτού πριν από την ελληνική κρίση και το ελληνικό μνημόνιο, κατά τον Palley (2011) μπορεί να συνοψιστεί στην εμπειρία του Μεξικού. Η κυριότερη αλλαγή που εντοπίζεται στη Μεξικανική περίπτωση και έκτοτε ακολουθείται όπου παρεμβαίνουν οι οργανισμοί της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» είναι ότι πλέον οι χώρες, μέσω της διαρθρωτικής προσαρμογής που υφιστανται, μετατρέπονται ουσιαστικά σε πλατφόρμες παραγωγής εξαγώγιμων προιόντων για λογαριασμό των διεθνοποιημένων πολυεθνικών επιχειρήσεων αντί να δημιουργούν αυτοχθόνος τη δική τους βιομηχανική υποδομή. Αυτή η νέα στρατηγική τόσο από την πλευρά των χωρών αυτών που γίνονται δέκτες της όσο και από την πλευρά του κεφαλαίου και των οργανισμών που το υπηρετούν επιβάλλοντάς την έγινε δυνατή χάρη στην αυξημένη κινητικότητα της τεχνολογίας και του κεφαλαίου.

Τα δε κυριότερα στοιχεία του είναι τα εξής:

(α) Η ολοκλήρωση της εθνικής οικονομίας στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομίας

(β) Η υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας και η «περικοπή» του χρέους στην περίπτωση που εκτιμάται ότι αυτό δεν είναι βιώσιμο.

(γ) Η συμπίεση προς τα κάτω των μισθών και των κοινωνικών δαπανών του κράτους (υγεία, παιδεία, ποιότητα ζωής), δηλαδή η λιτότητα.

(δ) Η μείωση της παρουσίας του δημοσίου στην οικονομίας και η ενίσχυση της ιδιωτικής οικονομίας μέσω ιδιωτικοποιήσεων.

 

Ο στόχος είναι να ενισχυθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα έτσι ώστε η χώρα να γίνει θελκτική για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις ως προορισμός ξένων άμεσων επενδύσεων με σκοπό την παραγωγή προϊόντων (αγαθών και υπηρεσιών) προς εξαγωγή.

Στην ελληνική περίπτωση, η μνημονιακή στρατηγική στρατηγική αποτελεί σύμφυση των επιλογών τόσο (α) των δυτικο-ευρωπαικών ηγεμονικών καπιταλισμών που θέλουν να διατηρήσουν εντός του πλαισίου της ΕΕ (αν και όχι απαραιτήτως και στο κοινό νόμισμα) τα λεγόμενα γουρουνάκια  (PIGS) της νότιας Ευρώπης (Πορτογαλία, Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα), αφού όμως πρώτα θα έχουν μετατραπεί σε μια «ΚΙΝΑ» της Ευρώπης, όσο και (β) της ίδιας της ελληνικής αστικής τάξης που επιθυμεί να παραμείνει στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, όχι όμως με μια δικιά της στρατηγική. Το μνημονιακό πρόγραμμα, στοχεύει στον δομικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας εν μέσω παγκόσμιας κρίσης και ταυτόχρονα στο να υπηρετήσει το στόχο της «διάσωσης» της χώρας από τα λεγόμενα δίδυμα ελλείμματα (Δημοσιονομικό έλλειμμα και έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών). Ο δομικός μετασχηματισμός αφορά τον μετασχηματισμό του κρατικοδίαιτου καπιταλισμού σε έναν καπιταλισμό με ατμομηχανή τον ιδιωτικό τομέα και μάλιστα με αυξημένο αν όχι κυρίαρχο σε αυτό τον μετασχηματισμό το ρόλο του ξένου κεφαλαίου. Αν το πρόγραμμα του ελληνικού μνημονίου που αποτελεί και πιλοτική εφαρμογή της πολιτικής κινεζοποίησης κατ’ αρχήν ολόκληρου του ευρωπαϊκού Νότου ολοκληρωθεί με επιτυχία, τότε οι ηγεμονικοί ευρωπαϊκοί καπιταλισμοί θα έχουν λεηλατήσει τη χώρα εισπράττοντας τοκογλυφικούς τόκους, στύβοντας τον Ελληνικό λαό με την υπέρογκη φορολογία και λεηλατώντας τα περιουσιακά στοιχεία και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας. Παράλληλα, οι Έλληνες εργαζόμενοι θα έχουν μετατραπεί σε μια άμορφη μάζα απελπισμένων ανθρώπων, χωρίς δικαιώματα, έτοιμων να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη έναντι πινακίου φακής, εξασφαλίζοντας φθηνό εργατικό δυναμικό προς εκμετάλλευση. Αυτό όμως δεν είναι κάτι καινούργιο. Ήδη πριν από την κρίση χρέους που άρχισε με το τέλος της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-9, βρισκόταν σε εξέλιξη μια σημαντική για το Ευρωπαϊκό κεφάλαιο προσπάθεια, η λεγόμενη “στρατηγική της Λισσαβόνας” που σκοπό είχε να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της Ε.Ε, έναντι των ανταγωνιστών της και κυρίως των ΗΠΑ και της ΚΙΝΑΣ. Η κρίση κρατικών χρεών της Ελλάδας λειτούργησε ως ευκαιρία  για την ανανέωση της παραπάνω στρατηγικής, που προορίζεται για το σύνολο της Ευρωζώνης, με πρώτο υποψήφιο πειραματόζωο, δυστυχώς τον ελληνικό λαό. Υπενθυμίζουμε, ότι βασικό συστατικό των λεγόμενων διαρθρωτικών αλλαγών που προβλέπει το μνημόνιο είναι η μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας και τα ασφαλιστικά δικαιώματα, ώστε αυτές να καταστούν ευέλικτες, με τον ουσιαστικό περιορισμό ή και απαγόρευση, αν γίνουν οι “κατάλληλες” αλλαγές στα συντάγματα, των εργατικών συνδικάτων και την κατάργηση του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων που “προκαλούν “αγκυλώσεις” στην αγορά και επιδρούν αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα”. Επιπλέον, στο ίδιο αυτό πλαίσιο προβλέπεται και η μεταρρύθμιση των ασφαλιστικών συστημάτων, οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και η κατάργηση των επιβαρυντικών για τα κέρδη του κεφαλαίου λειτουργιών του κράτους που δεν μπορούν να ιδιωτικοποιηθούν.

Ο μετασχηματισμός αυτός επιδιώκεται να υλοποιηθεί μέσω μιας προ-κυκλικής πολιτικής. Δηλαδή, σύμφωνα  με μια πολιτική η φιλοσοφία της οποίας είναι ότι όσο πιο βαθειά μπαίνουμε στην κρίση, τόσο πιο γρήγορα θα βγούμε από αυτή. Ο προκ-κυκλικός χαρακτήρας προκύπτει ιδιαίτερα από το γεγονός ότι εν μέσω κρίσης μειώνονται οι δημόσιες δαπάνες, δηλαδή ένας αντι-κυκλικός παράγοντας. Ακόμα πιο συγκεκριμένα, η πολιτική αυτή έχει τους εξής πυλώνες:

 

(α) Την πολιτική αντιπληθωρισμού, δηλαδή την «εσωτερική υποτίμηση» με μείωση μισθών και πολιτική λιτότητας που υποτίθεται ότι θα οδηγήσει σε μείωση των τιμών και στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της αγοράς με την εγακαθίδρυση των «σωστών τιμών».

(β) Μείωση του δημόσιου τομέα και ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα (ιδιωτικοποιήσεις).

 

Αυτή, σε γενικές γραμμές, είναι η προοπτική που χωρίς κανένα ενδοιασμό και εντελώς συνειδητά συμφώνησαν τόσο η Ελληνικές κυβερνήσεις όσο και η κυρίαρχη μερίδα του Ελληνικού κεφαλαίου καθώς η αρχική τους εκτίμηση για τη στρατηγική της Λισσαβώνας ήταν ότι παρά τη συμμετοχή τους σε αυτό το εγχείρημα από υποδεέστερη θέση έναντι των δυτικο-ευρωπαικών ιμπεριαλισμών θα μπορούσε να διατηρηθεί η αυτοτέλεια τους και ταυτόχρονα να ξεπεράσουν μια σειρά από εσωτερικές κοινωνικές αντιστάσεις για την αντιμετώπιση των οποίων είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς αυτές  περιόριζαν την κερδοφορία του κεφαλαίου πατώντας πάνω στις «οδηγίες» της Ευρωπαικής Ένωσης. Με αυτό το πνεύμα αποδέχτηκαν και το Μνημόνιο.

 

Όμως, ο διεθνής χαρακτήρας της κρίσης και οι αλλαγές που αυτή επιφέρει στο συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των διαφόρων ιμπεριαλισμών που συμμετέχουν στην ΕΕ έχουν επιδράσει δυσμενώς στον ελληνικό καπιταλισμό καθώς έχουν οδηγήσει σε μεγάλη υποβάθμιση του ειδικού βάρους του στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Η κρίση κρατικών χρεών της ευρωζώνης σήμανε και την αποτυχία της σύγχρονης «Μεγάλης Ιδέας» της Ελληνικής αστικής τάξης για την αναβάθμιση της μέσα από την ένταξη στην ευρωπαική ιμπεριαλιστική ενοποίηση. Η απαξίωση κεφαλαίων εντός της Ευρωπαικής ένωσης δεν αφήνει αλώβητο το ελληνικό κεφάλαιο, ιδιαίτερα καθώς εξ’ αρχής συμμετείχε σε αυτήν από θέση υποτελούς. Ακόμη και τα «άγια δισκοπότηρά του» μπαίνουν στο στόχαστρο: Βλέπε σχετικό άρθρο της WSJ για τη φοροδιαφυγή των εταιριών πετρελαιοειδών Βαρδινογιάννη και Λάτση, την έκθεση Κομισιόν για τις αδιανόητες φοροαπαλλαγές των εφοπλιστών, τις πιέσεις όσον αφορά την επανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, τις βολές Γιούνκερ και Μέρκελ για πλούσιους που δεν υποφέρουν κλπ.

 

Έτσι, το ελληνικό κεφάλαιο ενώ σε ότι αφορά το θέμα της εσωτερικής λιτότητας είναι σε απόλυτη συμφωνία με τη μνημονιακή στρατηγική εκεί που φαίνεται να έχει σοβαρότατα πλέον προβλήματα με αυτή είναι από τη στιγμή που το πρόγραμμα προχωρά στο σκέλος των διαρθρωτικών αλλαγών και των δομικών μεταρρυθμίσεων και πιο συγκεκριμένα όχι αυτές που αφορούν την αγορά εργασίας αλλά τις υπόλοιπες αγορές και την ίδια τη δομή του κράτους. Ό λόγος είναι ότι εκεί βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο το μαλακό υπογάστρειο του ελληνικού καπιταλισμού. Ο Ελληνικός καπιταλισμός ακολουθώντας ένα πρότυπο τύπου Gershenkron δηλαδή ισχυρού παρεμβατικού κράτους, που οδήγησε σε έναν κρατικοδίαιτο καπιταλισμό με ισχυρή διαπλοκή. Αυτός ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του ελληνικού καπιταλισμού ακόμα και μετά το άνοιγμα της οικονομίας με την ένταξη στην πάλαι ποτέ ΕΟΚ κατάφερε να προστατεύσει ιδιαίτερους τομείς και μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου, π.χ. τράπεζες, ΜΜΕ, κατασκευές. Ακριβώς αυτοί οι τομείς είναι που πλέον αρχίζουν να κινδυνεύουν προκαλώντας βαθύτατη ανησυχία στους κόλπους του ελληνικού κεφαλαίου. Όμως λόγω της υποδεέστερης θέσης του που έχει πλέον επιδεινωθεί περαιτέρω μετά την κρίση 2007-9, αισθάνεται ότι δεν μπορεί να σταθεί ανεξάρτητα και έτσι προσπαθεί να διαβρώσει τη στρατηγική του μνημονίου ως προς αυτά τα σημεία εκ των έσω.

 

Αυτή την περίοδο, η ελληνική αστική τάξη φαίνεται ότι δίνει μία μάχη με τους ξένους «εταίρους», μόνο για δύο ζητήματα:

Πρώτον, για τον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος και

Δεύτερον για τις ιδιωτικοποιήσεις που επιβάλλονται από το Μνημόνιο. Ουσιαστικά, το ελληνικό κεφάλαιο προσπαθεί να διατηρήσει τις κρίσιμες πολιτικές και οικονομικές θέσεις του μέσα στην καταιγίδα και ευελπιστεί σε μία «φιλική» μεταχείριση από τους δυτικό-ευρωπαίους ηγεμόνες.

 

3. Γιατί αποτυγχάνει η μνημονιακή στρατηγική.

 

Όμως μέχρι στιγμής το ελληνικό πρόγραμμα παρά την άγρια λιτότητα που έχει επιβληθεί στον ελληνικό λαό, παρά το γεγονός ότι οι αντιστάσεις από την πλευρά του εργατικού κινήματος χωρίς να λείπουν οι μεμονωμένοι ηρωικοί αγώνες δεν είναι στο ύψος που απαιτούν οι περιστάσεις, εντούτοις και το μνημόνιο φαίνεται να αποτυγχάνει.

Η πρόσφατη διαμάχη για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους μεταξύ ΕΕ και ΔΝΤ και την ανάγκη για νέο ουσιαστικό κούρεμα του ελληνικού χρέους που υποστηρίχτηκε από την πλευρά του ΔΝΤ, η εξακολουθητική υποχώρηση του ελληνικού ΑΕΠ και η εκτόξευση της ανεργίας σε αδιανόητα για την μεταπολιτευτική Ελλάδα επίπεδα μαρτυρούν σαφώς ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα.

Αντίθετα με τα τυπικά προγράμματα του ΔΝΤ που περιέγραψα το ελληνικό δεν έχει τον αναγκαίο πυλώνα της υποτίμησης καθώς δεν υπάρχει εθνικό νόμισμα, αυτό έχει ως αποτέλεσμα η πίεση από τις αρνητικές συνέπειες του να ασκείται μονομερός στην εργασία με τον κίνδυνο διάλυσης του κοινωνικού ιστού και δημιουργίας ανεξέλεγκτων καταστάσεων στην κοινωνία. Η αδυναμία του δηλαδή βρίσκεται στο ότι:

 

(α) Δεν διαθέτει τον πυλώνα της συναλλαγματικής υποτίμησης και επιπροσθέτως

(β) γίνεται προσπάθεια να επιβληθεί μέσα στη βαθιά παγκόσμια ύφεση που ξέσπασε το 2007-8. Επιπλέον, η εφαρμογή του καθίσταται ακόμα πιο δυσχερής από το γεγονός ότι λόγω του ότι οι συσχετισμοί και τα συμφέροντα των ηγεμονικών δυνάμεων στο πλαίσιο της ΕΕ δεν κατέστησαν δυνατό να γίνει ένα πραγματικό κούρεμα του χρέους. Γι’ αυτό πέφτει συνέχεια έξω στα ρητά και άρρητα χρονοδιαγράμματά του και επίσης υποτιμά συστηματικά το βάθος της κοινωνικής αναταραχής που το ίδιο προκαλεί, γεγονός που ενέχει κινδύνους για το ίδιο το σύστημα. Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί η αντίσταση που προέβαλαν οι τιμές και η δυσκολία να επιτευχθεί ανταγωνιστικός αποπληθωρισμός εξαιτίας των ολιγοπωλιακών δομών του ελληνικού καπιταλισμού παρά την καταβαράθρωση του εργατικού κόστους αλλά και ο ρόλος που έπαιξε και παίζει στην ακαμψία των τιμών η φοροεπιδρομή.  Ακριβώς ο προ-κυκλικός χαρακτήρας του προγράμματος που είναι και βασικό δομικό χαρακτηριστικό του ευθύνεται για την βαθύτερη του αναμενόμενου ύφεση που καθιστά πολύ πιο επώδυνους και τους όρους του επιδιωκόμενου μετασχηματισμού της οικονομίας. Αυτό γιατί καθώς ανατρέπονται οι δείκτες δεν μπορούν να εισέλθουν στη χώρα και επενδύσεις με τη μορφή άμεσων ξένων επενδύσεων. ‘Έτσι, παρόλο που μπορεί να δημιουργείται σιγα-σιγά μια ιδιωτικοκεντρική δομή στην οικονομία η επενδυτική αποχή συνεχίζεται και αυτή η ιδιωτικοκεντρική δομή δεν μπορεί να αξιοποιηθεί. Όσο δε χάνεται χρόνος, τόσο επιδεινώνονται τα δεδομένα εξαιτίας και εξωγενών παραγόντων που έχουν να κάνουν και με την κακή προοπτική της Ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας εν γένει για την προσεχή τουλάχιστον διετία. Το επιχείρημα δε ότι η ανάκαμψη μπορεί να έρθει μέσω των εξαγωγών δεν ευσταθεί διότι η βελτίωση που εμφανίζεται στα στοιχεία του ισοζυγίου οφείλεται κυρίως στην μεγάλη μείωση των εισαγωγών λόγω της κατάρρευσης της εγχώριας κατανάλωσης.

Συμπερασματικά, η στρατηγική του μνημονίου δεν αποτυγχάνει λόγω κάποιου σφάλματος στη γενική της λογική ως πολιτική απαξίωσης και καταστροφής κεφαλαίου, αλλά εξαιτίας του χρονικού της ορίζοντα και της έκτασης της καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων που απαιτείται για να είναι αποτελεσματική, κάτι που ιστορικά μπορούμε να πούμε ότι είναι υπεραισιόδοξο.

Ο χρονικός ορίζοντας της δημοσιονομικής συστολής μαζί με τον δομικό μετασχηματισμό είναι υπερβολικά σύντομος ως αποτέλεσμα των πιέσεων που ασκούν οι ηγεμονικοί ιμπεριαλισμοί της ΕΕ οι οποίοι πιέζονται με τη σειρά τους από την γενικότερη εξέλιξη της κρίσης και την όξυνση των ανταγωνισμών με τα άλλα μεγάλα κέντρα του καπιταλισμού (ΗΠΑ,ΚΙΝΑ,ΙΑΠΩΝΙΑ).

Το γεγονός αυτό δημιουργεί ένα κόστος περαιτέρω χρηματοδότησης της Ελληνικής οικονομίας που οι Ευρωπαίοι μέχρι πρόσφατα δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να επωμιστούν και να αποδεσμεύσουν αρκετά κεφάλαια για διάφορους λόγους ενώ η πρόσφατη ανάσα αν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια η παροχή νέων δόσεων δόθηκε μόνο υπό αίρεση και δείχνει απλά να δίνει πίστωση χρόνου μέχρι της Γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2013. Τόσο το ελληνικό όσο και τα Ευρωπαϊκά κεφάλαια προσπαθούν να αποφύγουν την καταστροφή κεφαλαίου στην έκταση που είναι απαραίτητη για την βιώσιμη ανάκαμψη της κερδοφορίας και το ξεπέρασμα της κρίσης.

Αυτό σημαίνει ότι όλο το βάρος των προσαρμογών πέφτει πάνω στην εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα πράγμα που συνεπάγεται υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης σε περίπου τριτοκοσμικά επίπεδα και μαζική καταστροφή των μεσαίων στρωμάτων βασικού μεταπολεμικού συμμάχου της ελληνικής αστικής τάξης. Είναι ένας μετασχηματισμός που ξεπερνά κατά πολύ τα κοινωνικά και ιστορικά όρια του ελληνικού καπιταλισμού και γι’ αυτό το λόγο δημιουργεί στην ελληνική κοινωνία της αντικειμενικές προϋποθέσεις μιας επαναστατικής διαδικασίας.

 

Φάνης Παπαδάτος

 

επιστροφή στην κορυφή